- επιβοήθημα
- το дополнительное пособие, дополнительная помощь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιβοήθημα — το πρόσθετο βοήθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek